- βρεχάμενος
- βρεχούμενος, η , ο1) промокаемый; 2) дождливый;
βρεχάμενο καλοκαίρι — дождливое лето;
З) дождевой;βρεχούμενο νερό — дождевая вода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρεχάμενο καλοκαίρι — дождливое лето;
βρεχούμενο νερό — дождевая вода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρεχάμενος — και βρεχούμενος βλ. βρέχω … Dictionary of Greek
βρεχάμενος — η, ο 1. ο βροχερός: Περάσαμε πολύ βρεχάμενη άνοιξη. 2. βρόχινος, της βροχής: Παλαιότερα συλλέγανε τα βρεχάμενα νερά και τα χρησιμοποιούσαν για λούσιμο. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., βρεχάμενα τα ύφαλα του πλοίου, το μέρος που βρέχεται: Τρύπησαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)